εὐσκόπως

εὐσκόπως
εὔσκοπος
keen-sighted
adverbial
εὔσκοπος
keen-sighted
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εύσκοπος — (I) εὔσκοπος και έΰσκοπος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει καλά, ο οξυδερκής, ο άγρυπνος («ἐΰσκοπος Ἀργεϊφόντης», Ομ. Ιλ.) 2. (για αστρίες και για φως) αυτός που διακρίνεται από μεγάλη απόσταση 3. (για τόπους) αυτός που έχει εκτεταμένη θέα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”